- χειράγρα
- η, ΝΑαρθρίτιδα τού άκρου χεριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ-άγρα). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chiragra, γαλλ. chiragre].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειράγρα — χειράγρᾱ , χειράγρα gout in the hand fem nom/voc/acc dual χειράγρᾱ , χειράγρα gout in the hand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειράγρας — χειράγρᾱς , χειράγρα gout in the hand fem acc pl χειράγρᾱς , χειράγρα gout in the hand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειράγραι — χειράγρᾱͅ , χειράγρα gout in the hand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειράγραν — χειράγρᾱν , χειράγρα gout in the hand fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειραγρῶν — χειράγρα gout in the hand fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειράγρην — χειράγρα gout in the hand fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειραγρικός — ή, όν, Α [χειράγρά] αυτός που πάσχει από χειράγρα … Dictionary of Greek
quiragra — (Del lat. chiragra.) ► sustantivo femenino MEDICINA Enfermedad de gota que afecta a la mano. * * * quiragra (del lat. «chirāgra») f. *Gota de las manos. * * * quiragra. (Del lat. chirāgra, y este del gr. χειράγρα). f. Gota de las manos … Enciclopedia Universal
βελονάγρα — η χειρουργική λαβίδα με την οποία βγάζουν βελόνα που έχει μπει βαθιά στο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνη + αγρα (πρβλ. ποδάγρα, χειράγρα κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γονατάγρα — η ουρική αρθρίτιδα εντοπισμένη στο γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνατο + αγρα* (πρβλ. αγκωνάγρα, ποδάγρα, χειράγρα)] … Dictionary of Greek